- αποδοκιμασία
- η1) неодобрение, осуждение; 2) освистывание, шиканье
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀποδοκιμασία — ἀποδοκιμασίᾱ , ἀποδοκιμασία rejection after trial fem nom/voc/acc dual ἀποδοκιμασίᾱ , ἀποδοκιμασία rejection after trial fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδοκιμασίᾳ — ἀποδοκιμασίᾱͅ , ἀποδοκιμασία rejection after trial fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποδοκιμασία — Η έμπρακτη άρνηση συμμόρφωσης προς την απόφαση ενός ποινικού δικαστηρίου. Εκδηλώνεται είτε με δημόσια πρόσκληση σε συνεισφορά για την καταβολή της χρηματικής ποινής, της αποζημίωσης ή των δικαστικών εξόδων που έχουν επιβληθεί, είτε με τη… … Dictionary of Greek
αποδοκιμασία — η απόρριψη, γιουχάισμα: Από τις συνεχείς αποδοκιμασίες ο ομιλητής αναγκάστηκε να σταματήσει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βασανιστήρια — Όρος με τον οποίο δηλώνονται όλες οι πράξεις βίας ή φυσικού καταναγκασμού στο σώμα του κατηγορουμένου, για να αποσπαστεί η ομολογία ενός εγκλήματος ή στο σώμα ενός μάρτυρα για να εξασφαλιστεί μια αληθοφανής κατάθεση. Άγνωστα στην αρχαία Αίγυπτο,… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
άγγελος — I Τη λέξη αυτή χρησιμοποίησαν οι Εβδομήκοντα, οι μεταφραστές της Παλαιάς Διαθήκης, για vα αποδώσουν την εβραϊκή λέξη μαλ ακ που σημαίνει αγγελιαφόρος, υπηρέτης. Σύμφωνα με την Αγία Γραφή, οι α. είναι «αι στρατιαί», η αυλή του Θεού, όντα… … Dictionary of Greek
αξ — (επιφώνημα) εκφράζει αποδοκιμασία «Α; αξ κι άξινος άξι και ξερό άξις και ξερός άξις και ν ανοίξεις». [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του επιφωνήματος α έτσι ώστε να παρηχεί με λέξεις που ακολουθούν στην ίδια φράση (α ξ(ις): ξ ερός, ά ξι νος, ανοί ξεις) … Dictionary of Greek
αποδοκιμαστικός — ή, ό (AM ἀποδοκιμαστικός, ή, όν) αυτός που εκφράζει αποδοκιμασία … Dictionary of Greek
αποποίηση — η (AM ἀποποίησις) απόρριψη, μη αναγνώριση, αποδοκιμασία … Dictionary of Greek
αποτροπή — η (AM ἀποτροπή) [αποτρέπω]. 1. απομάκρυνση κάποιου κακού, παρεμπόδιση, αποσόβηση 2. συγκράτηση, μετάπειση 3. στρατιωτική στρατηγική σύμφωνα με την οποία μια μεγάλη δύναμη χρησιμοποιεί αποτελεσματικά την απειλή μιας άμεσης και συντριπτικής… … Dictionary of Greek